- πηγανόσπερμον
- πηγᾰνόσπερμον, τό,A rue-seed, Gp.8.30.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πηγανοσπέρμου — πηγανόσπερμον rue seed neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηγανόσπερμο — το / πηγανόσπερμον, ΝΜ σπόρος από πήγανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πήγανον + σπέρμα] … Dictionary of Greek